- έκμηνος
- ἔκμηνος, -ον (Α)1. εξάμηνος, εξαμηνιαίος2. ηλικίας έξι μηνών3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔκμηνοντο εξάμηνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἕκμηνος — of six months masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕκμηνον — ἕκμηνος of six months masc/fem acc sg ἕκμηνος of six months neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκμήνου — ἕκμηνος of six months masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκμήνους — ἕκμηνος of six months masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκμήνῳ — ἕκμηνος of six months masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… … Dictionary of Greek